-
1 κάρηνον
κάρηνον [pron. full] [ᾰ], τό, [dialect] Dor. [full] κάρᾱνον A.Ch. 396 (lyr.), Mosch.1.12 ([dialect] Ion.Aκάρηνον 2.87
); in derivs. the [pron. full] ᾱ prevails: (v. κάρα A):— head, mostly in pl. (as always in Hom.), ἀνδρῶν κάρηνα, periphr. for ἄνδρες, Il.11.500; νεκύων ἀμενηνὰ κ. Od.10.521, etc.; βοῶν ἴφθιμα κ. Il.23.260; ἵππων ξανθὰ κ. 9.407: metaph., of mountain peaks, Οὐλύμποιο κ. 1.44, etc.; of towns, , 9.24; Μυκάλης αἰπεινὰ κ. 2.869: in pl., of a single person,κάρηνα.. Μελανίππου σπάσας E.Fr. 537
: sg. in h.Hom.8.12, 28.8, Mosch.ll. cc., Coluth.264, Anacreont. 1.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάρηνον
См. также в других словарях:
κάρηνον — και δωρ. τ. κάρανον, τὸ (Α) 1. το κεφάλι («ἀνδρῶν κάρηνα» κεφάλια ανδρών, άνδρες, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ., (για βουνά) η κορυφή («κατ Ὀυλύμποιο καρήνων», Ομ. Ιλ.) 3. (για πόλεις) η ακρόπολη, το κάστρο («πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek